- πεζολογία
- η, ΝΜΑ [πεζολόγος]γραφή ή ομιλία σε πεζό λόγονεοελλ.λόγος στερούμενος ποιητικότητας, καλαισθησίας, πρωτοτυπίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεζολογίᾳ — πεζολογίᾱͅ , πεζολογία prose writing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολογία — η προφορικός ή γραπτός λόγος χωρίς χάρη, ακαλαίσθητος πεζός λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζολογίας — πεζολογίᾱς , πεζολογία prose writing fem acc pl πεζολογίᾱς , πεζολογία prose writing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολογίαν — πεζολογίᾱν , πεζολογία prose writing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολογιῶν — πεζολογία prose writing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
κοινοτοπία — η λόγος ή σκέψη χωρίς καμμιά πρωτοτυπία, πεζολογία, κοινός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η χρήση ενίοτε τού τύπου κοινοτυπία (με υ) στην ομιλουμένη προέρχεται από παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με σύνθετα τού… … Dictionary of Greek
πεζολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζολόγο ή στην πεζολογία. επίρρ... πεζολογικῶς Μ σε πεζό λόγο και όχι σε ποιητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Στ. Βάλβη] … Dictionary of Greek
ρυθμολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρυθμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμολογία. Το θηλ. ρυθμολογική (πεζολογία) μαρτυρείται από το 1877 στον Κων. Σάθα] … Dictionary of Greek
πεζολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πεζό λόγο ή στην πεζολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)